στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. early [βρετ ˈəːli, αμερικ ˈərli] ΕΠΊΘ
1. early (one of the first):
2. early (sooner than usual):
3. early (in period of time):
II. early [βρετ ˈəːli, αμερικ ˈərli] ΕΠΊΡΡ
1. early (in period of time):
2. early (before expected, too soon):
III. early [βρετ ˈəːli, αμερικ ˈərli]
I. English [βρετ ˈɪŋɡlɪʃ, αμερικ ˈɪŋ(ɡ)lɪʃ] ΕΠΊΘ
II. English [βρετ ˈɪŋɡlɪʃ, αμερικ ˈɪŋ(ɡ)lɪʃ] ΟΥΣ
1. English (language):
στο λεξικό PONS
I. early <-ier, -iest> [ˈɜ:r·li] ΕΠΊΘ
1. early (ahead of time, near the beginning):
2. early τυπικ (prompt):
II. early [ˈɜ:r·li] ΕΠΊΡΡ
1. early (ahead of time):
2. early (soon):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.