στο λεξικό PONS
I. buff·er1 [ˈbʌfəʳ, αμερικ -ɚ] ΟΥΣ
II. buff·er1 [ˈbʌfəʳ, αμερικ -ɚ] ΡΉΜΑ μεταβ
I. ca·pac·ity [kəˈpæsəti, αμερικ -ət̬i] ΟΥΣ
1. capacity:
2. capacity no pl (ability):
3. capacity no pl ΝΟΜ:
4. capacity no pl ΣΤΡΑΤ:
5. capacity (output):
6. capacity no pl (maximum output):
7. capacity:
8. capacity ΧΡΗΜΑΤΟΠ (solvency):
9. capacity (production):
- industrial [or manufacturing][or production]capacity
-
II. ca·pac·ity [kəˈpæsəti, αμερικ -ət̬i] ΟΥΣ modifier
1. capacity (maximum):
I. soil1 [sɔɪl] ΡΉΜΑ μεταβ τυπικ
soil2 [sɔɪl] ΟΥΣ no pl
1. soil (earth):
buffer ΡΉΜΑ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
buffer ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
-
- Puffer αρσ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
capacity traffic flow, ΥΠΟΔΟΜΉ
| I | buffer |
|---|---|
| you | buffer |
| he/she/it | buffers |
| we | buffer |
| you | buffer |
| they | buffer |
| I | buffered |
|---|---|
| you | buffered |
| he/she/it | buffered |
| we | buffered |
| you | buffered |
| they | buffered |
| I | have | buffered |
|---|---|---|
| you | have | buffered |
| he/she/it | has | buffered |
| we | have | buffered |
| you | have | buffered |
| they | have | buffered |
| I | had | buffered |
|---|---|---|
| you | had | buffered |
| he/she/it | had | buffered |
| we | had | buffered |
| you | had | buffered |
| they | had | buffered |
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- sogginess
- soggy
- soh
- SOI
- soi-disant
- soil buffering capacity
- soil compaction
- soil conservation
- soil conservation soil conservation measure
- soil creep
- soil degradation