στο λεξικό PONS
Puf·fer <-s, -> [ˈpʊfɐ] ΟΥΣ αρσ
Puf·fer·spei·cher <-s, -> ΟΥΣ αρσ Η/Υ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Puffer ΟΥΣ αρσ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
- Puffer (Sicherungsfunktion)
-
-
- Puffer αρσ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
-
- Puffer
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.