στο λεξικό PONS
I. of·fi·cial [əˈfɪʃəl] ΟΥΣ
1. official (holding public office):
2. official (responsible person):
3. official (referee):
II. of·fi·cial [əˈfɪʃəl] ΕΠΊΘ αμετάβλ
1. official:
2. official (authorized):
I. duty [ˈdju:ti, αμερικ ˈdu:t̬i, ˈdju:t̬i] ΟΥΣ
1. duty no pl:
3. duty no pl (work):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
official duty ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
-
- Amtspflicht θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.