στο λεξικό PONS
authen·ti·ca·tion [ɔ:ˌθentɪˈkeɪʃən, αμερικ ɑ:ˌθent̬ɪˈ-] ΟΥΣ no pl
I. of·fi·cial [əˈfɪʃəl] ΟΥΣ
1. official (holding public office):
2. official (responsible person):
3. official (referee):
II. of·fi·cial [əˈfɪʃəl] ΕΠΊΘ αμετάβλ
1. official:
2. official (authorized):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
official authentication ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
authentication ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
authentication ΟΥΣ E-COMM
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.