στο λεξικό PONS
II. LGBT [ˌeldʒi:bi:ˈti:] ΟΥΣ modifier
trans·gen·der ΕΠΊΘ αμετάβλ
I. gay [geɪ] ΕΠΊΘ
1. gay:
GBH [ˌʤi:bi:ˈeɪtʃ] ΟΥΣ no pl βρετ
GBH ΝΟΜ συντομογραφία: grievous bodily harm
griev·ous bodi·ly ˈharm ΟΥΣ, GBH ΟΥΣ ΝΟΜ
griev·ous bodi·ly ˈharm ΟΥΣ, GBH ΟΥΣ ΝΟΜ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.