στο λεξικό PONS
Bör·sen·mak·ler(in) <-s, -; -, -nen> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Börsenmakler(in) ΟΥΣ αρσ(θηλ) ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Börsenmakler(in) ΟΥΣ αρσ(θηλ)
- vereidigter Börsenmakler/vereidigte Börsenmaklerin ΧΡΗΜΑΤΑΓ
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.