στο λεξικό PONS
I. exit [ˈeksɪt, ˈegz-] ΟΥΣ
1. exit (way out):
2. exit:
3. exit (road off):
II. exit [ˈeksɪt, ˈegz-] ΡΉΜΑ μεταβ
road [rəʊd, αμερικ roʊd] ΟΥΣ
1. road (way):
2. road no pl (street name):
3. road ΜΕΤΑΛΛΕΥΤ:
6. road μτφ (course):
ιδιωτισμοί:
road ΟΥΣ
-
- Landstraße θηλ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
| I | exit |
|---|---|
| you | exit |
| he/she/it | exits |
| we | exit |
| you | exit |
| they | exit |
| I | exited |
|---|---|
| you | exited |
| he/she/it | exited |
| we | exited |
| you | exited |
| they | exited |
| I | have | exited |
|---|---|---|
| you | have | exited |
| he/she/it | has | exited |
| we | have | exited |
| you | have | exited |
| they | have | exited |
| I | had | exited |
|---|---|---|
| you | had | exited |
| he/she/it | had | exited |
| we | had | exited |
| you | had | exited |
| they | had | exited |
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.