στο λεξικό PONS
I. crush [krʌʃ] ΡΉΜΑ μεταβ
1. crush (compress):
2. crush (mash):
4. crush (shock):
5. crush (defeat):
II. crush [krʌʃ] ΟΥΣ
2. crush οικ (temporary infatuation):
3. crush no pl (drink):
I. ca·pac·ity [kəˈpæsəti, αμερικ -ət̬i] ΟΥΣ
1. capacity:
2. capacity no pl (ability):
3. capacity no pl ΝΟΜ:
4. capacity no pl ΣΤΡΑΤ:
5. capacity (output):
6. capacity no pl (maximum output):
7. capacity:
8. capacity ΧΡΗΜΑΤΟΠ (solvency):
9. capacity (production):
- industrial [or manufacturing][or production]capacity
-
II. ca·pac·ity [kəˈpæsəti, αμερικ -ət̬i] ΟΥΣ modifier
1. capacity (maximum):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
crush capacity ΟΔ ΑΣΦ
crush
capacity traffic flow, ΥΠΟΔΟΜΉ
| I | crush |
|---|---|
| you | crush |
| he/she/it | crushes |
| we | crush |
| you | crush |
| they | crush |
| I | crushed |
|---|---|
| you | crushed |
| he/she/it | crushed |
| we | crushed |
| you | crushed |
| they | crushed |
| I | have | crushed |
|---|---|---|
| you | have | crushed |
| he/she/it | has | crushed |
| we | have | crushed |
| you | have | crushed |
| they | have | crushed |
| I | had | crushed |
|---|---|---|
| you | had | crushed |
| he/she/it | had | crushed |
| we | had | crushed |
| you | had | crushed |
| they | had | crushed |
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- crumple
- crumple up
- crumple zone
- crunch
- crunch up
- crush capacity
- crushed
- crushed stone
- crusher
- crushing
- crushingly