στο λεξικό PONS
Ge·drän·ge <-s> [gəˈdrɛŋə] ΟΥΣ ουδ kein πλ
1. Gedränge (drängende Menschenmenge):
2. Gedränge (das Drängen):
-
- Gedränge ουδ <-s> ειδικ ορολ
-
- Gedränge ουδ <-s> ειδικ ορολ
-
- Gedränge ουδ <-s> ειδικ ορολ
-
- Gedränge ουδ <-s>
-
- Gedränge ουδ <-s>
-
- Gedränge ουδ <-s>
-
- Gedränge ουδ <-s>
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
-
- Gedränge
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.