στο λεξικό PONS
leid [lait] ΕΠΊΘ κατηγορ
1. leid (überdrüssig):
Leib <-[e]s, -er> [laip] ΟΥΣ αρσ
1. Leib (Körper):
ιδιωτισμοί:
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Lew ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- Lew (BGL, Währung Bulgariens)
-
Rationalisierungskuratorium der Deutschen Wirtschaft phrase ΚΡΆΤΟς
entsprechend der Nutzungsüberlassung phrase ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
Ορολογία μαγειρικής της Lingenio
Florentinische Eier ΟΥΣ αρσ ΜΑΓΕΙΡ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
Über-Unterdruckschalter
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.