I. le·ben·dig [leˈbɛndɪç] ΕΠΊΘ
2. lebendig (anschaulich, lebhaft):
II. le·ben·dig [leˈbɛndɪç] ΕΠΊΡΡ
Leib <-[e]s, -er> [laip] ΟΥΣ αρσ
1. Leib (Körper):
ιδιωτισμοί:
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.