στο λεξικό PONS
I. sol·id [ˈsɒlɪd, αμερικ ˈsɑ:-] ΕΠΊΘ
II. sol·id [ˈsɒlɪd, αμερικ ˈsɑ:-] ΕΠΊΡΡ
sol·id ˈfuel ΟΥΣ
1. solid fuel no pl (power source):
2. solid fuel (pieces):
sol·id ˈmat·ter ΟΥΣ ΧΗΜ
ˈsol·id-state ΕΠΊΘ
solid ΟΥΣ
-
- Schwebstoff (m)
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
suspended solid ΟΥΣ
floating solid ΟΥΣ
solid surface
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
solid line ΥΠΟΔΟΜΉ
- geschlossene Leitlinie ΥΠΟΔΟΜΉ
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.