I. un·ge·bro·chen [ˈʊngəbrɔxn̩] ΕΠΊΘ
II. un·ge·bro·chen [ˈʊngəbrɔxn̩] ΕΠΊΡΡ
-
- ungebrochener Optimismus
- inviolate agreement, treaty
- ungebrochen τυπικ
- unbroken spirit
-
- unbroken record
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.