I. un·ge·bühr·lich [ˈʊngəby:ɐ̯lɪç] ΕΠΊΘ τυπικ
1. ungebührlich (ungehörig):
- ungebührlich
-
2. ungebührlich (nicht angemessen):
- ungebührlich
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.