I. so·zi·al [zoˈtsi̯a:l] ΕΠΊΘ
1. sozial (gesellschaftlich):
2. sozial (für Hilfsbedürftige gedacht):
II. so·zi·al [zoˈtsi̯a:l] ΕΠΊΡΡ
Wohnungsbau ΟΥΣ αρσ ΑΚΊΝ
Woh·nungs·bau <-(e)s, ohne pl> ΟΥΣ αρσ kein πλ
Jahr <-[e]s, -e> [ja:ɐ̯] ΟΥΣ ουδ
1. Jahr (Zeitraum von 12 Monaten):
2. Jahr (Lebensjahre):
ιδιωτισμοί:
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.