στο λεξικό PONS
I. of·fi·cial [əˈfɪʃəl] ΟΥΣ
1. official (holding public office):
2. official (responsible person):
3. official (referee):
II. of·fi·cial [əˈfɪʃəl] ΕΠΊΘ αμετάβλ
1. official:
2. official (authorized):
ˈcus·toms of·fi·cial ΟΥΣ
-
- Zollbeamtin θηλ
of·fi·cial re·ˈceiv·er ΟΥΣ βρετ
of·fi·cial ˈbirth·day ΟΥΣ βρετ
of·fi·cial ˈopen·ing ΟΥΣ
of·fi·cial re·ˈceiv·er·ship ΟΥΣ no pl βρετ
of·fi·cial ˈse·cret ΟΥΣ βρετ also ειρων
semi-of·ˈfi·cial ΕΠΊΘ αμετάβλ
list of of·fi·cial quo·ˈta·tions ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
official duty ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
-
- Amtspflicht θηλ
official holding ΟΥΣ ΚΡΆΤΟς
official authentication ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
official creditor ΟΥΣ ΚΡΆΤΟς
official flow ΟΥΣ ΚΡΆΤΟς
official community ΟΥΣ ΚΡΆΤΟς
official secret ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.