στο λεξικό PONS
No·tiz <-, -en> [noˈti:ts] ΟΥΣ θηλ
1. Notiz (Vermerk):
-
- Notiz θηλ <-, -en>
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Notiz ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- Notiz (Festsetzung eines Börsenkurses; Kursnotierung)
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.