στο λεξικό PONS
Bör·sen·kurs <-es, -e> ΟΥΣ αρσ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Börsenkurs ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
-
- Börsenkurs αρσ
-
- Börsenkurs αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.