hap·py [ˈhæpi] ΕΠΊΘ
1. happy:
2. happy (willing):
4. happy λογοτεχνικό (suitable):
5. happy οικ (drunk):
6. happy προσδιορ, αμετάβλ (in greetings):
ˈtrig·ger-hap·py <more trigger-happy , most trigger-happy > ΕΠΊΘ οικ
1. trigger-happy (shooting):
2. trigger-happy (using force):
-
- schießwütig οικ
hap·py-ˈclap·py ΕΠΊΘ βρετ μειωτ οικ
hap·py ˈday ΟΥΣ χιουμ (day of wedding)
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.