I. glück·lich [ˈglʏklɪç] ΕΠΊΘ
1. glücklich (vom Glück begünstigt, erfolgreich):
2. glücklich (vorteilhaft, erfreulich):
3. glücklich (froh):
II. glück·lich [ˈglʏklɪç] ΕΠΊΡΡ
1. glücklich (vorteilhaft, erfreulich):
2. glücklich (froh und zufrieden):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.