easy-peasy [ˌi:ziˈpi:zi] ΕΠΊΘ αμετάβλ βρετ οικ
-
- babyleicht οικ
I. easy <-ier, -iest [or more easy, most easy]> [ˈi:zi] ΕΠΊΘ
1. easy (not difficult):
2. easy (effortless):
3. easy:
4. easy (not worried):
6. easy (relaxed):
9. easy ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ (lower priced):
II. easy <-ier, -iest [or more easy, most easy]> [ˈi:zi] ΕΠΊΡΡ
1. easy (cautiously):
2. easy (in a relaxed manner):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.