στο λεξικό PONS
I. odd [ɒd, αμερικ ɑ:d] ΕΠΊΘ
1. odd (strange):
2. odd προσδιορ, αμετάβλ (individual):
- odd
-
3. odd αμετάβλ ΜΑΘ:
- odd
-
4. odd προσδιορ, αμετάβλ (occasional):
- odd
-
- odd
-
II. odd [ɒd, αμερικ ɑ:d] ΟΥΣ
odd (probability):
ιδιωτισμοί:
odd-ˈjob·ber ΟΥΣ
- odd-jobber
-
odd ˈlot ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ
- odd lot
-
odd ˈjob ΟΥΣ
- odd job
-
odd-ˈjob man ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.