στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. odd [βρετ ɒd, αμερικ ɑd] ΕΠΊΘ
1. odd (strange, unusual):
- odd person, object, occurrence
-
2. odd (occasional):
3. odd (not matching):
- odd socks, gloves
-
4. odd (miscellaneous):
5. odd ΜΑΘ:
- odd number
-
II. -odd ΣΎΝΘ (approximately)
στο λεξικό PONS
odd [ɑ:d] ΕΠΊΘ
1. odd (strange):
2. odd (not even):
- odd number
-
4. odd (occasional):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.