στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
qua1 [kwa] ΕΠΊΡΡ
1. qua (stato e moto):
2. qua (per rafforzare un dimostrativo):
3. qua (con valore enfatico):
4. qua (in frasi ellittiche):
5. qua (a questo punto):
6. qua (da questa parte):
7. qua:
II. qua2 <πλ qua> [kwa] ΟΥΣ αρσ
- qua
-
Qua [kwa] αρσ (personaggio dei fumetti)
- Qua
-
στο λεξικό PONS
I. qua [kua] ΕΠΊΡΡ
1. qua (stato, moto):
II. qua <-> [kua] ΟΥΣ αρσ (di oche, anatre)
- qua
-
III. qua [kua] ΕΠΙΦΏΝ
- qua
-
-
- qua qua αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.