Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette


poised [βρετ pɔɪzd, αμερικ pɔɪzd] ΕΠΊΘ


happer [ˈape] ΡΉΜΑ μεταβ
1. happer (saisir):
2. happer (faucher):
I. vol [vɔl] ΟΥΣ αρσ
1. vol (d'oiseau):
2. vol (groupe):
3. vol (d'avion, de fusée):
II. au vol ΕΠΊΡΡ
III. vol [vɔl]
saut [so] ΟΥΣ αρσ
στο λεξικό PONS




volée [vɔle] ΟΥΣ θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.