Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
burglary [βρετ ˈbəːɡləri, αμερικ ˈbərɡləri] ΟΥΣ
- burglary (gen)
- cambriolage αρσ
- burglary ΝΟΜ
-
- aggravated burglary, offence
-
στο λεξικό PONS
burglary <-ies> [ˈbɜ:gləri, αμερικ ˈbɜ:r-] ΟΥΣ
1. burglary (stealing):
- burglary
- cambriolage αρσ
2. burglary no πλ ΝΟΜ:
- burglary
-
-
- burglary
-
- burglary
burglary <-ies> [ˈbɜr·gl ə r·i] ΟΥΣ
1. burglary (stealing):
- burglary
- cambriolage αρσ
2. burglary ΝΟΜ:
- burglary
-
-
- burglary
-
- burglary
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.