Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
prepared [βρετ prɪˈpɛːd, αμερικ prəˈpɛrd] ΕΠΊΘ
2. prepared (ready):
I. préparer [pʀepaʀe] ΡΉΜΑ μεταβ
1. préparer (apprêter):
2. préparer (mettre en condition):
3. préparer:
II. se préparer ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
1. se préparer (s'apprêter):
2. se préparer (se mettre en condition):
3. se préparer (être imminent):
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.