Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
gently [βρετ ˈdʒɛntli, αμερικ ˈdʒɛntli] ΕΠΊΡΡ
1. gently (not harshly):
2. gently (kindly):
3. gently (lightly):
-
- quietly, gently
- faiblement frapper
- gently
- mollement frapper
- gently
- mollement couler
- gently
-
- very gently
- doucement démarrer, freiner
- gently
- doucement faire chauffer
- gently
-
- gently
- avec ménagements dire, annoncer, parler
- gently
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.