στο λεξικό PONS
Stoff <-[e]s, -e> [ʃtɔf] ΟΥΣ αρσ
An·stoß <-es, -stöße> ΟΥΣ αρσ
1. Anstoß (Ansporn):
2. Anstoß τυπικ (Ärgernis):
3. Anstoß ΑΘΛ:
Stein <-[e]s, -e> [ʃtain] ΟΥΣ αρσ
1. Stein (Gesteinsstück):
2. Stein kein πλ (Naturstein):
3. Stein (Baustein):
4. Stein (Grabstein):
5. Stein (Edelstein):
ιδιωτισμοί:
Wert·stoff <-(e)s, -e> ΟΥΣ αρσ
Klebstoff
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Feststoff ΠΕΡΙΒ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Αναζήτηση στο λεξικό
- Nowosibirsk
- NPD
- Nr.
- NRO
- NRW
- nstoff
- NS-Zeit
- NT
- NTC-widerstand
- Nu
- Nuance