στο λεξικό PONS
I. short [ʃɔ:t, αμερικ ʃɔ:rt] ΕΠΊΘ
1. short (not long):
3. short (not far):
4. short (brief):
5. short (not enough):
8. short ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ:
ιδιωτισμοί:
II. short [ʃɔ:t, αμερικ ʃɔ:rt] ΟΥΣ
III. short [ʃɔ:t, αμερικ ʃɔ:rt] ΕΠΊΡΡ
spe·cies <pl -> [ˈspi:ʃi:z] ΟΥΣ
1. species ΒΙΟΛ:
species ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
short-lived species ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- shorthand typist
- short haul
- short-haul
- short hedge
- shorthorn
- short-lived species
- shortly
- shortness
- short order
- short-order cook
- short-order dish
