στο λεξικό PONS
busi·ness es·ˈtab·lish·ment ΟΥΣ
es·tab·lish·ment [ɪˈstæblɪʃmənt, esˈ-] ΟΥΣ
1. establishment (business):
2. establishment + ενικ/pl ρήμα ΟΙΚΟΝ, ΧΡΗΜΑΤΟΠ (staff):
3. establishment (organization):
4. establishment no pl (ruling group):
5. establishment (act of setting up):
I. busi·ness <pl -es> [ˈbɪznɪs] ΟΥΣ
1. business no pl (commerce):
2. business no pl:
3. business (profession):
4. business (company):
5. business no pl οικ:
8. business βρετ (affairs discussed):
9. business απαρχ χιουμ:
ιδιωτισμοί:
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
business establishment ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
establishment ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
-
- Anstalt θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.