στο λεξικό PONS
Ge·wer·be·be·trieb <-(e)s, -e> ΟΥΣ αρσ
-
- Gewerbebetrieb αρσ <-(e)s, -e>
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Gewerbebetrieb ΟΥΣ αρσ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
- Gewerbebetrieb
-
-
- Gewerbebetrieb αρσ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
-
- Gewerbebetrieb
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- stehender Gewerbebetrieb