Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette


I. limit [βρετ ˈlɪmɪt, αμερικ ˈlɪmɪt] ΟΥΣ
1. limit (maximum extent):
2. limit (legal restriction):
3. limit (boundary):
II. limit [βρετ ˈlɪmɪt, αμερικ ˈlɪmɪt] ΡΉΜΑ μεταβ (restrict)
I. speed [βρετ spiːd, αμερικ spid] ΟΥΣ
II. speed <απλ παρελθ, μετ παρακειμ sped or speeded> [βρετ spiːd, αμερικ spid] ΡΉΜΑ μεταβ
III. speed [βρετ spiːd, αμερικ spid] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. speed < απλ παρελθ, μετ παρακειμ sped> (move swiftly):
2. speed < απλ παρελθ, μετ παρακειμ speeded> (drive too fast):
στο λεξικό PONS
I. limit [ˈlɪmɪt] ΟΥΣ
I. speed [spi:d] ΟΥΣ
1. speed (velocity):
II. speed <sped, sped> [spi:d] ΡΉΜΑ αμετάβ
I. limit [ˈlɪm·ɪt] ΟΥΣ
I. speed [spid] ΟΥΣ
1. speed (velocity):
II. speed <-ed [or sped] , -ed [or sped]> [spid] ΡΉΜΑ αμετάβ
I | limit |
---|---|
you | limit |
he/she/it | limits |
we | limit |
you | limit |
they | limit |
I | limited |
---|---|
you | limited |
he/she/it | limited |
we | limited |
you | limited |
they | limited |
I | have | limited |
---|---|---|
you | have | limited |
he/she/it | has | limited |
we | have | limited |
you | have | limited |
they | have | limited |
I | had | limited |
---|---|---|
you | had | limited |
he/she/it | had | limited |
we | had | limited |
you | had | limited |
they | had | limited |
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.