στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia




I. limit [βρετ ˈlɪmɪt, αμερικ ˈlɪmɪt] ΟΥΣ
1. limit (maximum extent):
2. limit (legal restriction):
3. limit (boundary):
II. limit [βρετ ˈlɪmɪt, αμερικ ˈlɪmɪt] ΡΉΜΑ μεταβ (restrict)
I. speed [βρετ spiːd, αμερικ spid] ΟΥΣ
1. speed:
4. speed (drug):
- speed οικ
- anfetamina θηλ
- speed οικ
-
II. speed <παρελθ/μετ παρακειμ sped or speeded> [βρετ spiːd, αμερικ spid] ΡΉΜΑ μεταβ
III. speed [βρετ spiːd, αμερικ spid] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. speed <παρελθ/μετ παρακειμ sped> (move swiftly):
2. speed <παρελθ/μετ παρακειμ speeded> (drive too fast):
3. speed (on drugs) οικ:
στο λεξικό PONS


I. limit [ˈlɪ·mɪt] ΟΥΣ
I. speed [spi:d] ΟΥΣ
II. speed <sped [or speeded], sped [or speeded]> [spi:d] ΡΉΜΑ αμετάβ
I | limit |
---|---|
you | limit |
he/she/it | limits |
we | limit |
you | limit |
they | limit |
I | limited |
---|---|
you | limited |
he/she/it | limited |
we | limited |
you | limited |
they | limited |
I | have | limited |
---|---|---|
you | have | limited |
he/she/it | has | limited |
we | have | limited |
you | have | limited |
they | have | limited |
I | had | limited |
---|---|---|
you | had | limited |
he/she/it | had | limited |
we | had | limited |
you | had | limited |
they | had | limited |
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.