Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
grew [βρετ ɡruː, αμερικ ɡru] ΡΉΜΑ παρελθ
grew → grow
I. grow <απλ παρελθ grew, μετ παρακειμ grown> [βρετ ɡrəʊ, αμερικ ɡroʊ] ΡΉΜΑ μεταβ
I. grow <απλ παρελθ grew, μετ παρακειμ grown> [βρετ ɡrəʊ, αμερικ ɡroʊ] ΡΉΜΑ μεταβ
I. grow into ΡΉΜΑ [βρετ ɡrəʊ -, αμερικ ɡroʊ -] (grow into [sth])
grow up ΡΉΜΑ [βρετ ɡrəʊ -, αμερικ ɡroʊ -]
1. grow up (grow, get bigger):
I. grow out of ΡΉΜΑ [βρετ ɡrəʊ -, αμερικ ɡroʊ -] (grow out of [sth])
1. grow out of (get too old for):
στο λεξικό PONS
grew [gru:] ΡΉΜΑ
grew παρελθ of grow
I. grow <grew, grown> [grəʊ, αμερικ groʊ] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. grow ΒΙΟΛ, ΓΕΩΡΓ (increase in size):
3. grow (flourish):
4. grow (develop):
II. grow <grew, grown> [grəʊ, αμερικ groʊ] ΡΉΜΑ μεταβ
2. grow (let grow):
3. grow ΟΙΚΟΝ (develop):
I. grow <grew, grown> [grəʊ, αμερικ groʊ] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. grow ΒΙΟΛ, ΓΕΩΡΓ (increase in size):
3. grow (flourish):
4. grow (develop):
II. grow <grew, grown> [grəʊ, αμερικ groʊ] ΡΉΜΑ μεταβ
2. grow (let grow):
3. grow ΟΙΚΟΝ (develop):
grew [gru] ΡΉΜΑ
grew παρελθ of grow
I. grow <grew, grown> [groʊ] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. grow ΒΙΟΛ, ΓΕΩΡΓ (increase in size):
3. grow (flourish):
4. grow (develop):
II. grow <grew, grown> [groʊ] ΡΉΜΑ μεταβ
2. grow (let grow):
3. grow ΟΙΚΟΝ (develop):
I. grow <grew, grown> [groʊ] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. grow ΒΙΟΛ, ΓΕΩΡΓ (increase in size):
3. grow (flourish):
4. grow (develop):
II. grow <grew, grown> [groʊ] ΡΉΜΑ μεταβ
2. grow (let grow):
3. grow ΟΙΚΟΝ (develop):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.