Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. length [βρετ lɛŋ(k)θ, lɛn(t)θ, αμερικ lɛŋ(k)θ, lɛnth] ΟΥΣ
1. length (linear measurement):
2. length (duration):
3. length (piece, section):
4. length ΑΘΛ:
II. lengths ΟΥΣ
lengths ουσ πλ:
III. at length ΕΠΊΡΡ
IV. -length ΣΎΝΘ
I. full-length [βρετ ˌfʊlˈlɛŋθ, αμερικ ˌfʊlˈlɛŋθ] ΕΠΊΘ
2. full-length (head to toe):
στο λεξικό PONS
length [leŋθ] ΟΥΣ
length (measurement):
length [leŋ(k)θ] ΟΥΣ
length (measurement):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- foam mattress
- foam rubber
- foam up
- foamy
- fob
- focal length
- focal plane
- focal point
- focus
- focus group
- fodder