στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. addosso [adˈdɔsso] ΕΠΊΡΡ
1. addosso (indosso):
2. addosso (su di sé):
3. addosso (indosso):
στο λεξικό PONS
I. addosso [ad·ˈdɔs·so] ΕΠΊΡΡ
II. addosso [ad·ˈdɔs·so] ΠΡΌΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.