ge·ra·de|hal·tenπαλαιότ ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα, μεταβ ανώμ
geradehalten → gerade
I. ge·ra·de [gəˈra:də] ΕΠΊΘ
1. gerade (nicht schief):
II. ge·ra·de [gəˈra:də] ΕΠΊΡΡ
1. gerade (im Augenblick, soeben):
2. gerade (knapp):
3. gerade (genau, eben):
4. gerade (ausgerechnet):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.