στο λεξικό PONS
Ein·satz <-es, Einsätze> ΟΥΣ αρσ
1. Einsatz (eingesetzte Leistung):
2. Einsatz beim Glücksspiel:
4. Einsatz (Verwendung):
5. Einsatz (Aktion):
6. Einsatz ΣΤΡΑΤ (Aktion):
7. Einsatz (das musikalische Einsetzen):
8. Einsatz (eingesetztes Teil):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Einsatz ΟΥΣ αρσ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Einsatz von Ressourcen ΟΥΣ αρσ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.