Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. amitié [amitje] ΟΥΣ θηλ
1. amitié (sentiment):
2. amitié (relation):
II. amitiés ΟΥΣ θηλ πλ
III. amitié [amitje]
I. cadeau <πλ cadeaux> [kado] ΟΥΣ αρσ
- indestructible solidarité, union, amitié
-
στο λεξικό PONS
amitié [amitje] ΟΥΣ θηλ
- fortifier volonté, amitié
-
- fortifier amitié, croyance
-
- resserrer amitié, relations
-
- réchauffement des relations, d'une amitié
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- Kuwait
- kW
- K-way
- kWh
- kyrie eleison
- l'amitié
- l'Entente Cordiale
- la
- là
- là-bas
- label