Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
gencive [ʒɑ̃siv] ΟΥΣ θηλ
I. plein (pleine) [plɛ̃, plɛn] ΕΠΊΘ
1. plein (rempli):
2. plein (indiquant une quantité maximale):
3. plein (non creux):
4. plein (total):
5. plein (entier):
6. plein (milieu):
7. plein ΖΩΟΛ:
II. plein (pleine) [plɛ̃, plɛn] ΕΠΊΡΡ
III. plein ΟΥΣ αρσ
1. plein (de réservoir):
IV. plein de ΠΡΟΣΔΙΟΡ
V. à plein ΕΠΊΡΡ
VI. en plein ΕΠΊΡΡ
IX. plein (pleine) [plɛ̃, plɛn]
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.