Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
oiseau <πλ oiseaux> [wazo] ΟΥΣ αρσ
ιδιωτισμοί:
I. nom [nɔ̃] ΟΥΣ αρσ
1. nom (désignation):
2. nom:
3. nom (réputation):
II. au nom de ΠΡΌΘ
1. au nom de (en vertu de):
III. nom [nɔ̃]
oiseau-mouche <πλ oiseaux-mouches> [wazomuʃ] ΟΥΣ αρσ
στο λεξικό PONS
oiseau <x> [wazo] ΟΥΣ αρσ
ιδιωτισμοί:
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.