στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
success [βρετ səkˈsɛs, αμερικ səkˈsɛs] ΟΥΣ
1. success:
2. success (person, thing that succeeds):
story1 [βρετ ˈstɔːri, αμερικ ˈstɔri] ΟΥΣ
1. story (account):
2. story (tale):
3. story ΔΗΜΟΣΙΟΓΡ:
4. story (lie):
5. story (rumour):
6. story:
7. story (unfolding of plot):
story2 [βρετ ˈstɔːri, αμερικ ˈstɔri] ΟΥΣ αμερικ
story → storey
I. storey, story [βρετ ˈstɔːri, αμερικ ˈstɔri] ΟΥΣ <pl. storeys βρετ stories αμερικ>
II. -storeyed βρετstoried αμερικ ΣΎΝΘ
στο λεξικό PONS
success [sək·ˈses] ΟΥΣ (outcome)
story1 <-ies> [ˈstɔ:·ri] ΟΥΣ
1. story:
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.