στο λεξικό PONS
I. in·side [ˌɪnˈsaɪd] ΟΥΣ
1. inside no pl (interior):
2. inside of hand, door etc:
4. inside οικ (viscera):
-  insides pl
-  
5. inside (mind):
6. inside οικ (information):
II. in·side [ˌɪnˈsaɪd] ΕΠΊΡΡ αμετάβλ
III. in·side [ˌɪnˈsaɪd] ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ
IV. in·side [ˌɪnˈsaɪd] ΠΡΌΘ
1. inside:
2. inside (less than):
I. in·side ˈout ΕΠΊΘ
II. in·side ˈout ΕΠΊΡΡ
in·side in·for·ˈma·tion ΟΥΣ no pl
in·side ˈleg ΟΥΣ βρετ
in·side ˈpock·et ΟΥΣ
in·side ˈstory ΟΥΣ
-  
-  Insidestory θηλ
inside joke ΟΥΣ
-  
-  Insiderwitz αρσ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
 
  
 PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
 
  
 