στο λεξικό PONS
eco·nom·ic re·ˈcov·ery ΟΥΣ no pl
eco·nom·ic [ˌi:kəˈnɒmɪk, αμερικ -ˈnɑ:m-] ΕΠΊΘ
1. economic προσδιορ, αμετάβλ ΠΟΛΙΤ, ΟΙΚΟΝ:
2. economic (profitable):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
economic recovery ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
recovery ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
recovery ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
recovery ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
economic ΕΠΊΘ ΚΡΆΤΟς
economic ΕΠΊΘ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.