στο λεξικό PONS
eco·nom·ic poli·cy co·opeˈra·tion ΟΥΣ EE
poli·cy1 [ˈpɒləsi, αμερικ ˈpɑ:-] ΟΥΣ
1. policy:
2. policy no pl:
co·opera·tion [ˌkəʊɒpəˈreɪʃən, αμερικ ˌkoʊˈɑ:pəˈ-] ΟΥΣ no pl
1. cooperation (assistance):
2. cooperation (joint work):
eco·nom·ic [ˌi:kəˈnɒmɪk, αμερικ -ˈnɑ:m-] ΕΠΊΘ
1. economic προσδιορ, αμετάβλ ΠΟΛΙΤ, ΟΙΚΟΝ:
2. economic (profitable):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
cooperation ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
-
- Kooperation θηλ
-
- Zusammenarbeit θηλ
economic ΕΠΊΘ ΚΡΆΤΟς
economic ΕΠΊΘ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.