στο λεξικό PONS
eco·nom·ic ˈgrowth ΟΥΣ
job·less eco·nom·ic ˈgrowth ΟΥΣ
growth [grəʊθ, αμερικ groʊθ] ΟΥΣ
1. growth no pl (in size):
2. growth no pl (increase):
3. growth no pl of sb's character, intellect:
4. growth (of plant):
5. growth no pl (whiskers):
eco·nom·ic [ˌi:kəˈnɒmɪk, αμερικ -ˈnɑ:m-] ΕΠΊΘ
1. economic προσδιορ, αμετάβλ ΠΟΛΙΤ, ΟΙΚΟΝ:
2. economic (profitable):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
economic growth ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
economic ΕΠΊΘ ΚΡΆΤΟς
economic ΕΠΊΘ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.