Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
economic growth ΟΥΣ
growth [βρετ ɡrəʊθ, αμερικ ɡroʊθ] ΟΥΣ
2. growth (increase):
economic [βρετ ˌiːkəˈnɒmɪk, ɛkəˈnɒmɪk, αμερικ ˌɛkəˈnɑmɪk, ˌikəˈnɑmɪk] ΕΠΊΘ
1. economic change, crisis, forecast, performance, policy, sanction:
2. economic (profitable):
στο λεξικό PONS
growth [grəʊθ, αμερικ groʊθ] ΟΥΣ
1. growth no πλ (increase in size):
-
- croissance θηλ
2. growth (stage of growing):
4. growth ΟΙΚΟΝ (development):
-
- croissance θηλ
economic [ˌi:kəˈnɒmɪk, αμερικ -ˈnɑ:mɪk] ΕΠΊΘ
growth [groʊθ] ΟΥΣ
1. growth (increase in size):
-
- croissance θηλ
2. growth (stage of growing):
4. growth ΟΙΚΟΝ (development):
-
- croissance θηλ
economic [ˌi·kə·ˈna·mɪk] ΕΠΊΘ
Γλωσσάρι «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων (OFAJ)
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.