στο λεξικό PONS
II. rent1 [rent] ΡΉΜΑ
rent παρελθ, μετ παρακειμ of rend
rend <rent [or αμερικ a. rended], rent [or αμερικ a. rended]> [rend] ΡΉΜΑ μεταβ
1. rend απαρχ esp λογοτεχνικό (separate violently):
I. rent2 [rent] ΟΥΣ
II. rent2 [rent] ΡΉΜΑ μεταβ
rend <rent [or αμερικ a. rended], rent [or αμερικ a. rended]> [rend] ΡΉΜΑ μεταβ
1. rend απαρχ esp λογοτεχνικό (separate violently):
eco·nom·ic [ˌi:kəˈnɒmɪk, αμερικ -ˈnɑ:m-] ΕΠΊΘ
1. economic προσδιορ, αμετάβλ ΠΟΛΙΤ, ΟΙΚΟΝ:
2. economic (profitable):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
economic rent ΟΥΣ ΚΡΆΤΟς
economic ΕΠΊΘ ΚΡΆΤΟς
economic ΕΠΊΘ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.